- πιεζοστάτης
- ο, Ντεχνολ. συσκευή αυτόματης λειτουργίας, η οποία συνδέεται με δεξαμενή ή αγωγό που περιέχει ρευστό υπό πίεση και χρησιμεύει για τη διατήρηση τής πίεσης τού ρευστού σε συγκεκριμένες τιμές, χωρίς να απαιτείται άμεση παρέμβαση τού ανθρώπου.
Dictionary of Greek. 2013.